Η ιστορία της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών (Α.Σ.Κ.Τ.) συμπίπτει χρονικά με την ιστορία του νεοελληνικού κράτους. Αφετηρία της Σχολής, όπως και του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (Ε.Μ.Π.), υπήρξε το «Σχολείον των Τεχνών». Το Βασιλικό Διάταγμα για την ίδρυση Σχολείου που θα εκπαιδεύει αρχιτεχνίτες («μαΐστορες») «εις την αρχιτεκτονικήν» δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 31 Δεκεμβρίου 1836 / 12 Ιανουαρίου 1837 ύστερα από πρόταση της «επί των Εκκλησιαστικών Γραμματείας και της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως», πάντοτε όμως με τη σύμφωνη γνώμη «των Υπουργείων των Εσωτερικών και των Στρατιωτικών». Πρότυπο του Σχολείου ήταν αντίστοιχα ιδρύματα στη Δυτική Ευρώπη, κυρίως στη Βαυαρία και τη Γαλλία.
Το Σχολείο λειτουργούσε κατ’ αρχάς Κυριακές και εορτές μόνο, 10-12 το πρωί και 5-7 το απόγευμα, δεχόταν σπουδαστές οποιασδήποτε ηλικίας και οποιουδήποτε μορφωτικού επιπέδου, χωρίς διαδικασία επιλογής. Η φοίτηση ήταν μονοετής, ο πειθαρχικός κανονισμός αυστηρότατος, η εκπαίδευση παρεχόταν δωρεάν, ενώ χορηγούνταν και υποτροφίες. Το πρόγραμμα περιλάμβανε ιχνογραφία (ελεύθερο και γραμμικό σχέδιο), μαθηματικά, κατασκευή προπλασμάτων και στοιχεία αρχιτεκτονικής και, λίγο αργότερα, καλλιγραφίας. Πρώτος διευθυντής («Έφορος») του Σχολείου διορίσθηκε ο λοχαγός του Μηχανικού Φρειδερίκος φον Τσέντνερ (Friedrich von Zentner).

Το «Βασιλικόν Σχολείον των Τεχνών» ή «Σχολείον Πολυτεχνικόν», όπως καθιερώθηκε να αποκαλείται, στεγάσθηκε προσωρινά σε μία από τις τρεις οικίες της οικογένειας Βλαχούτση επί της οδού Πειραιώς. Εναρκτήρια ημέρα των μαθημάτων ορίσθηκε η 17η Οκτωβρίου 1837. Ο μέσος αριθμός των μαθητών τα πρώτα έτη πρέπει να έφθανε τους τετρακόσιους και γι’ αυτό σύντομα το Σχολείο μεταφέρθηκε στην απέναντι, πιο ευρύχωρη, οικία Κωνσταντίνου Βλαχούτση (που επρόκειτο αργότερα να στεγάσει το Ωδείο Αθηνών). Η προσέλευση μαθητών ήταν τόσο μεγάλη ώστε το Σχολείο άρχισε πλέον να απορρίπτει αιτήσεις εγγραφής. Πρώτοι δάσκαλοι της ιχνογραφίας διορίσθηκαν οι Δανοί αδελφοί Χάνσεν (Hansen). Ωστόσο η εισαγωγή του πρώτου αμιγώς καλλιτεχνικού μαθήματος πραγματοποιείται κατά πάσα πιθανότητα το 1840 και συνδέεται με τις φιλότεχνες προθέσεις της Σοφί ντε Μαρμπουά-Λεμπρέν (Sophie de Marbois-Lebrun), της επονομαζόμενης Δούκισσας της Πλακεντίας, η οποία και φρόντισε να μετακληθεί ο μαθητής του Ενγκρ (Ingres) Πιερ Μπονιρότ (Pierre Bonirote), ζωγράφος από τη Λυών, για να διδάξει ελαιογραφία σε δώδεκα μαθητές του Σχολείου.

Η πρόσληψη, το 1842, του Φίλιππου Μαργαρίτη για τη διδασκαλία της Στοιχειώδους Ζωγραφικής συμπίπτει με τον εγκαινιασμό του Σχολείου καθημερινής φοίτησης, το οποίο λειτουργεί παράλληλα με εκείνο των Κυριακών, και αποτελεί πλέον ένδειξη μιας σαφέστερης καλλιτεχνικής κατεύθυνσης στο εσωτερικό του ιδρύματος. Η συνταγματική επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 είχε τις επιπτώσεις της και στη λειτουργία του Σχολείου. Στις 22 Οκτωβρίου 1843 δημοσιεύεται Διάταγμα που επισημοποιεί τρία τμήματα: το Σχολείο των Κυριακών, προορισμένο για τους επαγγελλόμενους «διαφόρους τέχνας», το Καθημερινό Σχολείο, «διά τας βιομηχάνους τέχνας», και το Ανώτερο Σχολείο, «διά καθημερινήν διδασκαλίαν των ωραίων τεχνών». Σε αυτό, προβλέπεται η διδασκαλία καθαρά καλλιτεχνικών μαθημάτων, από τη ζωγραφική και την αγαλματοποιία έως τη χαρακτική. Η ένδειξη «Ανώτερον» που συνοδεύει το τμήμα των «Ωραίων Τεχνών» είναι χαρακτηριστική των φιλοδοξιών που έτρεφαν οι συντάκτες του διατάγματος για την καλλιτεχνικήv εκπαίδευση. Νέος διευθυντής του Σχολείου διορίζεται ο αρχιτέκτονας Λύσανδρος Καυταντζόγλου, ο οποίος αναλαμβάνει υπηρεσία τον Ιανουάριο του 1844. Τώρα εισάγεται και το μάθημα της Ιστορίας των Εικαστικών Τεχνών και της Ερμηνείας Πινάκων, το οποίο διδάσκει ο φιλόλογος Γρηγόριος Παπαδόπουλος. Λίγο αργότερα, ένα νέο, «πρωτοποριακό» μάθημα θα προστεθεί στο πρόγραμμα: το μάθημα της Φωτογραφίας, το οποίο διδάσκει ο Φίλιππος Μαργαρίτης. Τον Αύγουστο του 1863 εγκρίνεται νέος Οργανισμός Λειτουργίας. Η φοίτηση στο Καθημερινό τμήμα αναβαθμίζεται και ορίζεται ως τριετής. Το 1894 το Πολυτεχνείο καλείται να αντιμετωπίσει άμεσα το ζήτημα της φοίτησης των γυναικών. Τότε θα συσταθεί «Τμήμα Γραφικής και Πλαστικής διά νεανίδας». Το Τμήμα θα καταργηθεί το 1901, οπότε και θα επιτραπεί η μεικτή φοίτηση. Το σημαντικό βήμα για τη συγκρότηση μιας αμιγούς Σχολής Καλών Τεχνών θα πραγματοποιηθεί μετά το στρατιωτικό κίνημα του 1909. Με νομοσχέδιο του Φεβρουαρίου 1910, το καλλιτεχνικό τμήμα θα αποχωρισθεί διοικητικά από το τμήμα των Βιομηχάνων Τεχνών, θα γίνει δηλαδή αυτοδιοικούμενο, και θα υπαχθεί στο Υπουργείο των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως. Ο Γεώργιος Ιακωβίδης, Έφορος της Πινακοθήκης, θα είναι και ο πρώτος διευθυντής της αυτόνομης Σχολής Καλών Τεχνών, η οποία ωστόσο συνεχίζει να λειτουργεί στο πλαίσιο του Μετσοβίου.

Το 1914 το Μετσόβιο Πολυτεχνείο –που ονομάζεται πλέον Εθνικό– αποκτά και νομοθετικά την ισοτιμία του με το Πανεπιστήμιο ως ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα. Με νέο νόμο ρυθμίζεται η λειτουργία της Σχολής Καλών Τεχνών. Στο επίπεδο της οργανωτικής δομής του ιδρύματος θεσπίζεται πλέον η διαδικασία πρόσληψης διδασκόντων όχι με διορισμό αλλά μέσω ανοιχτών προκηρύξεων. Ωστόσο, το γεγονός ότι ο ζωγράφος Κωστής Παρθένης δεν εκλέγεται αλλά διορίζεται με διάταγμα που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως την 11η Δεκεμβρίου 1929 είναι ενδεικτικό των ειδικών συνθηκών υπό τις οποίες επιχειρείται η καλλιτεχνική ανανέωση της Σχολής. Ο διορισμός του Παρθένη έχει την υποστήριξη του ίδιου τού τότε πρωθυπουργού Αλέξανδρου Παπαναστασίου αλλά και του Ζαχαρία Παπαντωνίου, ο οποίος διδάσκει στη Σχολή αισθητική και ιστορία της τέχνης.

Τον Ιακωβίδη θα διαδεχθεί στη διεύθυνση της Σχολής ο Κωνσταντίνος Δημητριάδης, ο οποίος διορίζεται με ειδική νομοθετική πράξη. Με το Νόμο 4791 που δημοσιεύθηκε στις 3 Ιουλίου 1930 η Σχολή ανωτατοποιείται (εφόσον καθίσταται ισότιμη με το –ήδη αναγνωρισμένο ως ανώτατο– Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο) αλλά και ανεξαρτητοποιείται. Η Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, αρχικά καλλιτεχνικό τμήμα του Σχολείου των Τεχνών, κόβει τότε τον ομφάλιο λώρο που τη συνέδεε με το Πολυτεχνείο και εξελίσσεται πλέον ως ανεξάρτητο εκπαιδευτικό ίδρυμα με κύριο στόχο «την εν ταις εικαστικαίς τέχναις πρακτικήν και θεωρητικήν μόρφωσιν καλλιτεχνών». Ο συμβολισμός της αποκοπής υλοποιείται με την απάλειψη του τελευταίου ίχνους τούτης της παλαιάς συμβίωσης: το Σχολείο των Κυριακών καταργείται με τη συνταξιοδότηση και του τελευταίου διδάσκοντος.

Με τον ίδιο νόμο ιδρύονται και οι Καλλιτεχνικοί Σταθμοί της Σχολής, ενώ ως προϋπόθεση εισαγωγής στο πρώτο, προπαρασκευαστικό έτος σπουδών τίθεται η κατοχή απολυτηρίου Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης και η υποβολή φακέλου σχεδίων από τον υποψήφιο. Για την εισαγωγή σε Εργαστήριο, τη βασική δηλαδή εκπαιδευτική μονάδα της Σχολής που προβλέπεται ήδη από νόμο του 1923 και συνεχίζει έως σήμερα να αποτελεί τον εκπαιδευτικό πυρήνα του Τμήματος Εικαστικών Τεχνών, ο υποψήφιος συμμετέχει σε εισαγωγικές εξετάσεις. Τη δεκαετία του 1930 θα δοκιμασθούν στην πράξη όλες οι προβλεπόμενες ρυθμίσεις του νόμου, του οποίου η εφαρμογή θα έχει μακρόπνοες επιπτώσεις στην εκπαιδευτική δομή της Α.Σ.Κ.Τ. Το 1939 θεσμοθετείται επίσημα η έδρα της Ιστορίας της Τέχνης. Την κατέλαβε ο Παντελής Πρεβελάκης, διαδεχόμενος τον Ζαχαρία Παπαντωνίου, και τη διατήρησε επί 35 χρόνια. Οι συνθήκες του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, της Κατοχής και του Εμφυλίου τη δεκαετία του 1940 επέβαλαν την υπολειτουργία της Σχολής. Τον Δημητριάδη, που απεβίωσε το 1943, διαδέχθηκε ως διευθύνων ο Επαμεινώνδας Θωμόπουλος. Ο Θωμόπουλος, το 1944, μετά τη δημοσίευση του νόμου που μεταβίβαζε την αρμοδιότητα της εκλογής του διευθυντή της Σχολής στο Σύλλογο των Διδασκόντων, αναλαμβάνει τη διεύθυνση έως το 1948. Το 1947 ο Γιάννης Μόραλης διαδέχεται τον Παρθένη σε ηλικία 31 ετών και διδάσκει στη Σχολή επίσης επί 35 χρόνια. Κατά τηνεικοσαετία 1950-1970 καθηγητές όπως ο ζωγράφος Γεώργιος Μαυροΐδης, ο χαράκτης Κωνσταντίνος Γραμματόπουλος, ο ζωγράφος Σπύρος Παπαλουκάς, οι γλύπτες Γιάννης Παππάς, Δημήτρης Καλαμάρας, Θανάσης Απάρτης, καθώς και ο αρχιτέκτονας Παύλος Μυλωνάς πλουτίζουν με την παρουσία τους και τη διδασκαλία τους τη Σχολή. Το 1960 ιδρύονται τα εργαστήρια εφαρμογών, τα μετέπειτα κατ’ επιλογήν εργαστήρια. Την εποχή εκείνη διδάσκει στο Εργαστήριο Ψηφιδωτού η Έλλη Βοΐλα-Λάσκαρη, η πρώτη γυναίκα που εντάχθηκε στο διδακτικό προσωπικό της Σχολής. Την περίοδο της δικτατορίας (1967-1974) οι σπουδαστές συμμετέχουν στους αγώνες κατά της χούντας, ενώ κανείς από τους διδάσκοντες δεν συνεργάζεται με το καθεστώς των Συνταγματαρχών.

Μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, το διδακτικό προσωπικό της Σχολής ανανεώνεται με καλλιτέχνες όπως οι Παναγιώτης Τέτσης, Δημοσθένης Κοκκινίδης, Νίκος Κεσσανλής, Δημήτρης Μυταράς, Γιώργος Νικολαΐδης, Ηλίας Δεκουλάκος, Θανάσης Εξαρχόπουλος και ο αρχιτέκτονας Σάββας Κονταράτος, έτσι ώστε να αντιπροσωπεύονται οι τάσεις της σύγχρονης τέχνης τόσο στο εργαστήριο όσο εμπλουτίστηκε με την καθιέρωση μαθήματος Εισαγωγής στη Φιλοσοφία και την Αισθητική, το οποίο δίδαξε επί 15 χρόνια περίπου ο Παύλος Χριστοδουλίδης). Στη θέση του Παντελή Πρεβελάκη, πουαποχώρησε το 1974, εξελέγη η ιστορικός τέχνης Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, η πρώτη γυναίκα μέλος του Συλλόγου Καθηγητών της Σχολής. Το 1992 εξελέγη και η πρώτη γυναίκα Διευθύντρια Εργαστηρίου, η ζωγράφος Ρένα Παπασπύρου. Μεγάλη τομή στην εξέλιξη της Σχολής υπήρξε η παραχώρηση από το κράτος, επί πρυτανείας Παναγιώτη Τέτση το 1992, των εγκαταστάσεων του παλιού εργοστασίου υφαντουργίας με την επωνυμία «Σικιαρίδειον» επί της οδού Πειραιώς 256. Οι εγκαταστάσεις αξιοποιήθηκαν ουσιαστικά από τον πρύτανη Νίκο Κεσσανλή και σήμερα στεγάζουν το μεγαλύτερο μέρος των δραστηριοτήτων της Α.Σ.Κ.Τ.

Το 1991 ιδρύθηκε το Τμήμα Θεωρητικών Σπουδών Τέχνης, σύμφωνα με το Π.Δ. 486/1991, το οποίο ενεργοποιήθηκε για πρώτη φορά κατά το ακαδημαϊκό έτος 2006-2007 και μετονομάστηκε το 2009 σε Τμήμα Θεωρίας και Ιστορίας της Τέχνης.
(Κείμενο του Νίκου Δασκαλοθανάση, Καθηγητή του Τμήματος Θεωρίας και Ιστορίας της Τέχνης της Α.Σ.Κ.Τ.)